- υπολέθριος
- -ον, Ασχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀλέθριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολέθρια — ὑπολέθριος almost fatal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)